φίφε

φίφε
το, Ν
μουσ. μικρό πλάγιο φλάουτο με έξι οπές και στενό κυλινδρικό σωλήνα, που παράγει υψηλό τονικό ύψος και διαπεραστικό ήχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. fife].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”